- βραχύνει
- βραχύ̱νει , βραχύνωabridgeaor subj act 3rd sg (epic)βραχύ̱νει , βραχύνωabridgepres ind mp 2nd sgβραχύ̱νει , βραχύνωabridgepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίσταλση — η, Ν βιολ. ακούσιες κινήσεις και συσπάσεις τών επιμήκων και κυκλικών μυϊκών στιβάδων τού τοιχώματος κυρίως τού πεπτικού σωλήνα αλλά και άλλων, αγωγών τού σώματος, ο συνδυασμός τών οποίων χρησιμεύει για να βραχύνει και να πιέζει τα τοιχώματα ώστε… … Dictionary of Greek